υποχόνδριος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.poˈxon.ðɾi.os/

Adjective

[edit]

υποχόνδριος (ypochóndriosm (feminine υποχόνδρια, neuter υποχόνδριο)

  1. hypochondriac, hypochondriacal

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποχόνδριος (ypochóndrios) υποχόνδρια (ypochóndria) υποχόνδριο (ypochóndrio) υποχόνδριοι (ypochóndrioi) υποχόνδριες (ypochóndries) υποχόνδρια (ypochóndria)
genitive υποχόνδριου (ypochóndriou) υποχόνδριας (ypochóndrias) υποχόνδριου (ypochóndriou) υποχόνδριων (ypochóndrion) υποχόνδριων (ypochóndrion) υποχόνδριων (ypochóndrion)
accusative υποχόνδριο (ypochóndrio) υποχόνδρια (ypochóndria) υποχόνδριο (ypochóndrio) υποχόνδριους (ypochóndrious) υποχόνδριες (ypochóndries) υποχόνδρια (ypochóndria)
vocative υποχόνδριε (ypochóndrie) υποχόνδρια (ypochóndria) υποχόνδριο (ypochóndrio) υποχόνδριοι (ypochóndrioi) υποχόνδριες (ypochóndries) υποχόνδρια (ypochóndria)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποχόνδριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποχόνδριος, etc.)

Noun

[edit]

υποχόνδριος (ypochóndriosm (plural υποχόνδριοι, feminine υποχόνδρια)

  1. (medicine) hypochondriac
  2. (anatomy) hypochondrium

Declension

[edit]
singular plural
nominative υποχόνδριος (ypochóndrios) υποχόνδριοι (ypochóndrioi)
genitive υποχόνδριου (ypochóndriou) υποχόνδριων (ypochóndrion)
accusative υποχόνδριο (ypochóndrio) υποχόνδριους (ypochóndrious)
vocative υποχόνδριε (ypochóndrie) υποχόνδριοι (ypochóndrioi)