From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /i.po.θiˈce.vo/
Hyphenation: υ‧πο‧θη‧κεύ‧ω
υποθηκεύω • (ypothikévo ) (past υποθήκευσα , passive υποθηκεύομαι , p‑past υποθηκεύτηκα /υποθηκεύθηκα , ppp υποθηκευμένος )
( finance ) to mortgage
υποθηκεύω υποθηκεύομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
υποθηκεύω
υποθηκεύσω
υποθηκεύομαι
υποθηκευτώ , υποθηκευθώ
2 sg
υποθηκεύεις
υποθηκεύσεις
υποθηκεύεσαι
υποθηκευτείς , υποθηκευθείς
3 sg
υποθηκεύει
υποθηκεύσει
υποθηκεύεται
υποθηκευτεί , υποθηκευθεί
1 pl
υποθηκεύουμε , [‑ομε ]
υποθηκεύσουμε , [‑ομε ]
υποθηκευόμαστε
υποθηκευτούμε , υποθηκευθούμε
2 pl
υποθηκεύετε
υποθηκεύσετε
υποθηκεύεστε , υποθηκευόσαστε
υποθηκευτείτε , υποθηκευθείτε
3 pl
υποθηκεύουν (ε )
υποθηκεύσουν (ε )
υποθηκεύονται
υποθηκευτούν (ε ), υποθηκευθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
υποθήκευα
υποθήκευσα
υποθηκευόμουν (α )
υποθηκεύτηκα , υποθηκεύθηκα
2 sg
υποθήκευες
υποθήκευσες
υποθηκευόσουν (α )
υποθηκεύτηκες , υποθηκεύθηκες
3 sg
υποθήκευε
υποθήκευσε
υποθηκευόταν (ε )
υποθηκεύτηκε , υποθηκεύθηκε
1 pl
υποθηκεύαμε
υποθηκεύσαμε
υποθηκευόμασταν , (‑όμαστε )
υποθηκευτήκαμε , υποθηκευθήκαμε
2 pl
υποθηκεύατε
υποθηκεύσατε
υποθηκευόσασταν , (‑όσαστε )
υποθηκευτήκατε , υποθηκευθήκατε
3 pl
υποθήκευαν , υποθηκεύαν (ε )
υποθήκευσαν , υποθηκεύσαν (ε )
υποθηκεύονταν , (υποθηκευόντουσαν )
υποθηκεύτηκαν , υποθηκευτήκαν (ε ), υποθηκεύθηκαν , υποθηκευθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα υποθηκεύω ➤
θα υποθηκεύσω ➤
θα υποθηκεύομαι ➤
θα υποθηκευτώ / υποθηκευθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα υποθηκεύεις , …
θα υποθηκεύσεις , …
θα υποθηκεύεσαι , …
θα υποθηκευτείς / υποθηκευθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … υποθηκεύσει έχω, έχεις, … υποθηκευμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί είμαι , είσαι , … υποθηκευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … υποθηκεύσει είχα, είχες, … υποθηκευμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί ήμουν , ήσουν , … υποθηκευμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … υποθηκεύσει θα έχω, θα έχεις, … υποθηκευμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί θα είμαι, θα είσαι, … υποθηκευμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
υποθήκευε
υποθήκευσε
—
υποθηκεύσου
2 pl
υποθηκεύετε
υποθηκεύστε
υποθηκεύεστε
υποθηκευτείτε , υποθηκευθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
υποθηκεύοντας ➤
υποθηκευόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας υποθηκεύσει ➤
υποθηκευμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
υποθηκεύσει
υποθηκευτεί , υποθηκευθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ- . • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
see: υποθήκη f ( ypothíki , “ mortgage ” )