Jump to content

υποθετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υποθετικός (ypothetikósm (feminine υποθετική, neuter υποθετικό)

  1. hypothetical
  2. (grammar) conditional

Declension

[edit]
Declension of υποθετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποθετικός (ypothetikós) υποθετική (ypothetikí) υποθετικό (ypothetikó) υποθετικοί (ypothetikoí) υποθετικές (ypothetikés) υποθετικά (ypothetiká)
genitive υποθετικού (ypothetikoú) υποθετικής (ypothetikís) υποθετικού (ypothetikoú) υποθετικών (ypothetikón) υποθετικών (ypothetikón) υποθετικών (ypothetikón)
accusative υποθετικό (ypothetikó) υποθετική (ypothetikí) υποθετικό (ypothetikó) υποθετικούς (ypothetikoús) υποθετικές (ypothetikés) υποθετικά (ypothetiká)
vocative υποθετικέ (ypothetiké) υποθετική (ypothetikí) υποθετικό (ypothetikó) υποθετικοί (ypothetikoí) υποθετικές (ypothetikés) υποθετικά (ypothetiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποθετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποθετικός, etc.)