υποθετικός
Appearance
See also: ὑποθετικός
Greek
[edit]Adjective
[edit]υποθετικός • (ypothetikós) m (feminine υποθετική, neuter υποθετικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υποθετικός (ypothetikós) | υποθετική (ypothetikí) | υποθετικό (ypothetikó) | υποθετικοί (ypothetikoí) | υποθετικές (ypothetikés) | υποθετικά (ypothetiká) | |
genitive | υποθετικού (ypothetikoú) | υποθετικής (ypothetikís) | υποθετικού (ypothetikoú) | υποθετικών (ypothetikón) | υποθετικών (ypothetikón) | υποθετικών (ypothetikón) | |
accusative | υποθετικό (ypothetikó) | υποθετική (ypothetikí) | υποθετικό (ypothetikó) | υποθετικούς (ypothetikoús) | υποθετικές (ypothetikés) | υποθετικά (ypothetiká) | |
vocative | υποθετικέ (ypothetiké) | υποθετική (ypothetikí) | υποθετικό (ypothetikó) | υποθετικοί (ypothetikoí) | υποθετικές (ypothetikés) | υποθετικά (ypothetiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υποθετικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υποθετικός, etc.)