Jump to content

υποβρυχιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υποβρυχιακός (ypovrychiakósm (feminine υποβρυχιακή, neuter υποβρυχιακό)

  1. (nautical, military) submarine

Declension

[edit]
Declension of υποβρυχιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υποβρυχιακός (ypovrychiakós) υποβρυχιακή (ypovrychiakí) υποβρυχιακό (ypovrychiakó) υποβρυχιακοί (ypovrychiakoí) υποβρυχιακές (ypovrychiakés) υποβρυχιακά (ypovrychiaká)
genitive υποβρυχιακού (ypovrychiakoú) υποβρυχιακής (ypovrychiakís) υποβρυχιακού (ypovrychiakoú) υποβρυχιακών (ypovrychiakón) υποβρυχιακών (ypovrychiakón) υποβρυχιακών (ypovrychiakón)
accusative υποβρυχιακό (ypovrychiakó) υποβρυχιακή (ypovrychiakí) υποβρυχιακό (ypovrychiakó) υποβρυχιακούς (ypovrychiakoús) υποβρυχιακές (ypovrychiakés) υποβρυχιακά (ypovrychiaká)
vocative υποβρυχιακέ (ypovrychiaké) υποβρυχιακή (ypovrychiakí) υποβρυχιακό (ypovrychiakó) υποβρυχιακοί (ypovrychiakoí) υποβρυχιακές (ypovrychiakés) υποβρυχιακά (ypovrychiaká)
[edit]