Jump to content

υπερνατριαιμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπερνατριαιμία (ypernatriaimíaf (usually uncountable, plural υπερνατριαιμίες)

  1. (medicine) hypernatremia

Declension

[edit]
Declension of υπερνατριαιμία
singular plural
nominative υπερνατριαιμία (ypernatriaimía) υπερνατριαιμίες (ypernatriaimíes)
genitive υπερνατριαιμίας (ypernatriaimías) υπερνατριαιμιών (ypernatriaimión)
accusative υπερνατριαιμία (ypernatriaimía) υπερνατριαιμίες (ypernatriaimíes)
vocative υπερνατριαιμία (ypernatriaimía) υπερνατριαιμίες (ypernatriaimíes)