Jump to content

υπερκείμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπερκείμενος (yperkeímenosm (feminine υπερκείμενη, neuter υπερκείμενο)

  1. hypertext

Declension

[edit]
Declension of υπερκείμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερκείμενος (yperkeímenos) υπερκείμενη (yperkeímeni) υπερκείμενο (yperkeímeno) υπερκείμενοι (yperkeímenoi) υπερκείμενες (yperkeímenes) υπερκείμενα (yperkeímena)
genitive υπερκείμενου (yperkeímenou) υπερκείμενης (yperkeímenis) υπερκείμενου (yperkeímenou) υπερκείμενων (yperkeímenon) υπερκείμενων (yperkeímenon) υπερκείμενων (yperkeímenon)
accusative υπερκείμενο (yperkeímeno) υπερκείμενη (yperkeímeni) υπερκείμενο (yperkeímeno) υπερκείμενους (yperkeímenous) υπερκείμενες (yperkeímenes) υπερκείμενα (yperkeímena)
vocative υπερκείμενε (yperkeímene) υπερκείμενη (yperkeímeni) υπερκείμενο (yperkeímeno) υπερκείμενοι (yperkeímenoi) υπερκείμενες (yperkeímenes) υπερκείμενα (yperkeímena)
[edit]