υπερκείμενος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπερκείμενος • (yperkeímenos) m (feminine υπερκείμενη, neuter υπερκείμενο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υπερκείμενος (yperkeímenos) | υπερκείμενη (yperkeímeni) | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενοι (yperkeímenoi) | υπερκείμενες (yperkeímenes) | υπερκείμενα (yperkeímena) | |
genitive | υπερκείμενου (yperkeímenou) | υπερκείμενης (yperkeímenis) | υπερκείμενου (yperkeímenou) | υπερκείμενων (yperkeímenon) | υπερκείμενων (yperkeímenon) | υπερκείμενων (yperkeímenon) | |
accusative | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενη (yperkeímeni) | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενους (yperkeímenous) | υπερκείμενες (yperkeímenes) | υπερκείμενα (yperkeímena) | |
vocative | υπερκείμενε (yperkeímene) | υπερκείμενη (yperkeímeni) | υπερκείμενο (yperkeímeno) | υπερκείμενοι (yperkeímenoi) | υπερκείμενες (yperkeímenes) | υπερκείμενα (yperkeímena) |
Related terms
[edit]- υπερκείμενο n (yperkeímeno, “hypertext”)