Jump to content

υπερθετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπερθετικός (yperthetikósm (feminine υπερθετική, neuter υπερθετικό)

  1. (grammar) superlative
    υπερθετικός βαθμός του επιθέτου (the superlative degree of the adjective)

Declension

[edit]
Declension of υπερθετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερθετικός (yperthetikós) υπερθετική (yperthetikí) υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικοί (yperthetikoí) υπερθετικές (yperthetikés) υπερθετικά (yperthetiká)
genitive υπερθετικού (yperthetikoú) υπερθετικής (yperthetikís) υπερθετικού (yperthetikoú) υπερθετικών (yperthetikón) υπερθετικών (yperthetikón) υπερθετικών (yperthetikón)
accusative υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετική (yperthetikí) υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικούς (yperthetikoús) υπερθετικές (yperthetikés) υπερθετικά (yperthetiká)
vocative υπερθετικέ (yperthetiké) υπερθετική (yperthetikí) υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικοί (yperthetikoí) υπερθετικές (yperthetikés) υπερθετικά (yperthetiká)

See also

[edit]

Noun

[edit]

υπερθετικός (yperthetikósm (plural υπερθετικοί)

  1. superlative
    ο θετικός, ο συγκριτικός και ο υπερθετικός (the positive, the comparative and superlative)

Declension

[edit]
Declension of υπερθετικός
singular plural
nominative υπερθετικός (yperthetikós) υπερθετικοί (yperthetikoí)
genitive υπερθετικού (yperthetikoú) υπερθετικών (yperthetikón)
accusative υπερθετικό (yperthetikó) υπερθετικούς (yperthetikoús)
vocative υπερθετικέ (yperthetiké) υπερθετικοί (yperthetikoí)