Jump to content

υπεργλυχαιμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπεργλυχαιμία (yperglychaimíaf (uncountable)

  1. Alternative form of υπεργλυκαιμία (yperglykaimía)

Declension

[edit]
Declension of υπεργλυχαιμία
singular
nominative υπεργλυχαιμία (yperglychaimía)
genitive υπεργλυχαιμίας (yperglychaimías)
accusative υπεργλυχαιμία (yperglychaimía)
vocative υπεργλυχαιμία (yperglychaimía)