Jump to content

υπερβολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπερβολικός (ypervolikósm (feminine υπερβολική, neuter υπερβολικό)

  1. excessive, exorbitant, exaggerated, rampant
  2. (mathematics) hyperbolic

Declension

[edit]
Declension of υπερβολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερβολικός (ypervolikós) υπερβολική (ypervolikí) υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολικοί (ypervolikoí) υπερβολικές (ypervolikés) υπερβολικά (ypervoliká)
genitive υπερβολικού (ypervolikoú) υπερβολικής (ypervolikís) υπερβολικού (ypervolikoú) υπερβολικών (ypervolikón) υπερβολικών (ypervolikón) υπερβολικών (ypervolikón)
accusative υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολική (ypervolikí) υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολικούς (ypervolikoús) υπερβολικές (ypervolikés) υπερβολικά (ypervoliká)
vocative υπερβολικέ (ypervoliké) υπερβολική (ypervolikí) υπερβολικό (ypervolikó) υπερβολικοί (ypervolikoí) υπερβολικές (ypervolikés) υπερβολικά (ypervoliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερβολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερβολικός, etc.)

[edit]