Jump to content

υπερβατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπερβατικός (ypervatikósm (feminine υπερβατική, neuter υπερβατικό)

  1. transcendental, transcendent

Declension

[edit]
Declension of υπερβατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπερβατικός (ypervatikós) υπερβατική (ypervatikí) υπερβατικό (ypervatikó) υπερβατικοί (ypervatikoí) υπερβατικές (ypervatikés) υπερβατικά (ypervatiká)
genitive υπερβατικού (ypervatikoú) υπερβατικής (ypervatikís) υπερβατικού (ypervatikoú) υπερβατικών (ypervatikón) υπερβατικών (ypervatikón) υπερβατικών (ypervatikón)
accusative υπερβατικό (ypervatikó) υπερβατική (ypervatikí) υπερβατικό (ypervatikó) υπερβατικούς (ypervatikoús) υπερβατικές (ypervatikés) υπερβατικά (ypervatiká)
vocative υπερβατικέ (ypervatiké) υπερβατική (ypervatikí) υπερβατικό (ypervatikó) υπερβατικοί (ypervatikoí) υπερβατικές (ypervatikés) υπερβατικά (ypervatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπερβατικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπερβατικός, etc.)