From Wiktionary, the free dictionary
From Koine Greek ὑπερασπίζω ( huperaspízō ) , from Ancient Greek ὑπέρ ( hupér ) + ἀσπίς ( aspís ) .
υπερασπίζω • (yperaspízo ) (past υπεράσπισα , passive υπερασπίζομαι )
to defend , stand up for
to protect , defend
υπερασπίζω υπερασπίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
υπερασπίζω
υπερασπίσω
υπερασπίζομαι
υπερασπιστώ
2 sg
υπερασπίζεις
υπερασπίσεις
υπερασπίζεσαι
υπερασπιστείς
3 sg
υπερασπίζει
υπερασπίσει
υπερασπίζεται
υπερασπιστεί
1 pl
υπερασπίζουμε , [‑ομε ]
υπερασπίσουμε , [‑ομε ]
υπερασπιζόμαστε
υπερασπιστούμε
2 pl
υπερασπίζετε
υπερασπίσετε
υπερασπίζεστε , υπερασπιζόσαστε
υπερασπιστείτε
3 pl
υπερασπίζουν (ε )
υπερασπίσουν (ε )
υπερασπίζονται
υπερασπιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
υπεράσπιζα
υπεράσπισα
υπερασπιζόμουν (α )
υπερασπίστηκα
2 sg
υπεράσπιζες
υπεράσπισες
υπερασπιζόσουν (α )
υπερασπίστηκες
3 sg
υπεράσπιζε
υπεράσπισε
υπερασπιζόταν (ε )
υπερασπίστηκε
1 pl
υπερασπίζαμε
υπερασπίσαμε
υπερασπιζόμασταν , (‑όμαστε )
υπερασπιστήκαμε
2 pl
υπερασπίζατε
υπερασπίσατε
υπερασπιζόσασταν , (‑όσαστε )
υπερασπιστήκατε
3 pl
υπεράσπιζαν , υπερασπίζαν (ε )
υπεράσπισαν , υπερασπίσαν (ε )
υπερασπίζονταν , (υπερασπιζόντουσαν )
υπερασπίστηκαν , υπερασπιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα υπερασπίζω ➤
θα υπερασπίσω ➤
θα υπερασπίζομαι ➤
θα υπερασπιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα υπερασπίζεις , …
θα υπερασπίσεις , …
θα υπερασπίζεσαι , …
θα υπερασπιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … υπερασπίσει
έχω, έχεις, … υπερασπιστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … υπερασπίσει
είχα, είχες, … υπερασπιστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … υπερασπίσει
θα έχω, θα έχεις, … υπερασπιστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
υπεράσπιζε
υπεράσπισε
—
υπερασπίσου
2 pl
υπερασπίζετε
υπερασπίστε
υπερασπίζεστε
υπερασπιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
υπερασπίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας υπερασπίσει ➤
—
Nonfinite form➤
υπερασπίσει
υπερασπιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.