Jump to content

υπεραγορά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υπεραγορά (yperagoráf (plural υπεραγορές)

  1. hypermarket, supermarket

Declension

[edit]
Declension of υπεραγορά
singular plural
nominative υπεραγορά (yperagorá) υπεραγορές (yperagorés)
genitive υπεραγοράς (yperagorás) υπεραγορών (yperagorón)
accusative υπεραγορά (yperagorá) υπεραγορές (yperagorés)
vocative υπεραγορά (yperagorá) υπεραγορές (yperagorés)
[edit]