υπεραγορά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υπεραγορά • (yperagorá) f (plural υπεραγορές)
Declension
[edit]Declension of υπεραγορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπεραγορά • | υπεραγορές • |
genitive | υπεραγοράς • | υπεραγορών • |
accusative | υπεραγορά • | υπεραγορές • |
vocative | υπεραγορά • | υπεραγορές • |
Related terms
[edit]- σουπερμάρκετ n (soupermárket, “supermarket”)