Jump to content

υπαρξιακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπαρξιακός (yparxiakósm (feminine υπαρξιακή, neuter υπαρξιακό)

  1. existentialist

Declension

[edit]
Declension of υπαρξιακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπαρξιακός (yparxiakós) υπαρξιακή (yparxiakí) υπαρξιακό (yparxiakó) υπαρξιακοί (yparxiakoí) υπαρξιακές (yparxiakés) υπαρξιακά (yparxiaká)
genitive υπαρξιακού (yparxiakoú) υπαρξιακής (yparxiakís) υπαρξιακού (yparxiakoú) υπαρξιακών (yparxiakón) υπαρξιακών (yparxiakón) υπαρξιακών (yparxiakón)
accusative υπαρξιακό (yparxiakó) υπαρξιακή (yparxiakí) υπαρξιακό (yparxiakó) υπαρξιακούς (yparxiakoús) υπαρξιακές (yparxiakés) υπαρξιακά (yparxiaká)
vocative υπαρξιακέ (yparxiaké) υπαρξιακή (yparxiakí) υπαρξιακό (yparxiakó) υπαρξιακοί (yparxiakoí) υπαρξιακές (yparxiakés) υπαρξιακά (yparxiaká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπαρξιακός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπαρξιακός, etc.)

[edit]