υπαρξιακός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]υπαρξιακός • (yparxiakós) m (feminine υπαρξιακή, neuter υπαρξιακό)
Declension
[edit]Declension of υπαρξιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπαρξιακός • | υπαρξιακή • | υπαρξιακό • | υπαρξιακοί • | υπαρξιακές • | υπαρξιακά • |
genitive | υπαρξιακού • | υπαρξιακής • | υπαρξιακού • | υπαρξιακών • | υπαρξιακών • | υπαρξιακών • |
accusative | υπαρξιακό • | υπαρξιακή • | υπαρξιακό • | υπαρξιακούς • | υπαρξιακές • | υπαρξιακά • |
vocative | υπαρξιακέ • | υπαρξιακή • | υπαρξιακό • | υπαρξιακοί • | υπαρξιακές • | υπαρξιακά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπαρξιακός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπαρξιακός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: υπαρξισμός m (yparxismós, “existentialism”)