Jump to content

υπαίτιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπαίτιος (ypaítiosm (feminine υπαίτια, neuter υπαίτιο)

  1. (law) guilty, responsible
    Synonym: υπεύθυνος (ypéfthynos)
    Antonym: ανυπαίτιος (anypaítios)
  2. (as a noun) guilty person

Declension

[edit]
Declension of υπαίτιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπαίτιος (ypaítios) υπαίτια (ypaítia) υπαίτιο (ypaítio) υπαίτιοι (ypaítioi) υπαίτιες (ypaíties) υπαίτια (ypaítia)
genitive υπαίτιου (ypaítiou) υπαίτιας (ypaítias) υπαίτιου (ypaítiou) υπαίτιων (ypaítion) υπαίτιων (ypaítion) υπαίτιων (ypaítion)
accusative υπαίτιο (ypaítio) υπαίτια (ypaítia) υπαίτιο (ypaítio) υπαίτιους (ypaítious) υπαίτιες (ypaíties) υπαίτια (ypaítia)
vocative υπαίτιε (ypaítie) υπαίτια (ypaítia) υπαίτιο (ypaítio) υπαίτιοι (ypaítioi) υπαίτιες (ypaíties) υπαίτια (ypaítia)