Jump to content

υπέρμετρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπέρμετρος (ypérmetrosm (feminine υπέρμετρη, neuter υπέρμετρο)

  1. excessive, immoderate, inordinate, unmeasured

Declension

[edit]
Declension of υπέρμετρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπέρμετρος (ypérmetros) υπέρμετρη (ypérmetri) υπέρμετρο (ypérmetro) υπέρμετροι (ypérmetroi) υπέρμετρες (ypérmetres) υπέρμετρα (ypérmetra)
genitive υπέρμετρου (ypérmetrou) υπέρμετρης (ypérmetris) υπέρμετρου (ypérmetrou) υπέρμετρων (ypérmetron) υπέρμετρων (ypérmetron) υπέρμετρων (ypérmetron)
accusative υπέρμετρο (ypérmetro) υπέρμετρη (ypérmetri) υπέρμετρο (ypérmetro) υπέρμετρους (ypérmetrous) υπέρμετρες (ypérmetres) υπέρμετρα (ypérmetra)
vocative υπέρμετρε (ypérmetre) υπέρμετρη (ypérmetri) υπέρμετρο (ypérmetro) υπέρμετροι (ypérmetroi) υπέρμετρες (ypérmetres) υπέρμετρα (ypérmetra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρμετρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρμετρος, etc.)