Jump to content

υπέρβαρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υπέρβαρος (ypérvarosm (feminine υπέρβαρη, neuter υπέρβαρο)

  1. overweight
    υπέρβαρες αποσκευές (excess baggage)

Declension

[edit]
Declension of υπέρβαρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υπέρβαρος (ypérvaros) υπέρβαρη (ypérvari) υπέρβαρο (ypérvaro) υπέρβαροι (ypérvaroi) υπέρβαρες (ypérvares) υπέρβαρα (ypérvara)
genitive υπέρβαρου (ypérvarou) υπέρβαρης (ypérvaris) υπέρβαρου (ypérvarou) υπέρβαρων (ypérvaron) υπέρβαρων (ypérvaron) υπέρβαρων (ypérvaron)
accusative υπέρβαρο (ypérvaro) υπέρβαρη (ypérvari) υπέρβαρο (ypérvaro) υπέρβαρους (ypérvarous) υπέρβαρες (ypérvares) υπέρβαρα (ypérvara)
vocative υπέρβαρε (ypérvare) υπέρβαρη (ypérvari) υπέρβαρο (ypérvaro) υπέρβαροι (ypérvaroi) υπέρβαρες (ypérvares) υπέρβαρα (ypérvara)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υπέρβαρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υπέρβαρος, etc.)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]