υλοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]υλοποίηση • (ylopoíisi) f (plural υλοποιήσεις)
- implementation
- Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
- Ta schédia eínai étoima, allá tha chreistoún chrímata gia tin ylopoíisí tous.
- The plans are ready, but I will need money to implement them.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υλοποίηση (ylopoíisi) | υλοποιήσεις (ylopoiíseis) |
genitive | υλοποίησης (ylopoíisis) | υλοποιήσεων (ylopoiíseon) |
accusative | υλοποίηση (ylopoíisi) | υλοποιήσεις (ylopoiíseis) |
vocative | υλοποίηση (ylopoíisi) | υλοποιήσεις (ylopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: υλοποιήσεως (ylopoiíseos)