Jump to content

υλοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υλοποίηση (ylopoíisif (plural υλοποιήσεις)

  1. implementation
    Τα σχέδια είναι έτοιμα, αλλά θα χρειστούν χρήματα για την υλοποίησή τους.
    Ta schédia eínai étoima, allá tha chreistoún chrímata gia tin ylopoíisí tous.
    The plans are ready, but I will need money to implement them.

Declension

[edit]
Declension of υλοποίηση
singular plural
nominative υλοποίηση (ylopoíisi) υλοποιήσεις (ylopoiíseis)
genitive υλοποίησης (ylopoíisis) υλοποιήσεων (ylopoiíseon)
accusative υλοποίηση (ylopoíisi) υλοποιήσεις (ylopoiíseis)
vocative υλοποίηση (ylopoíisi) υλοποιήσεις (ylopoiíseis)

Older or formal genitive singular: υλοποιήσεως (ylopoiíseos)