Jump to content

υλιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

υλιστικός (ylistikósm (feminine υλιστική, neuter υλιστικό)

  1. materialistic

Declension

[edit]
Declension of υλιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υλιστικός (ylistikós) υλιστική (ylistikí) υλιστικό (ylistikó) υλιστικοί (ylistikoí) υλιστικές (ylistikés) υλιστικά (ylistiká)
genitive υλιστικού (ylistikoú) υλιστικής (ylistikís) υλιστικού (ylistikoú) υλιστικών (ylistikón) υλιστικών (ylistikón) υλιστικών (ylistikón)
accusative υλιστικό (ylistikó) υλιστική (ylistikí) υλιστικό (ylistikó) υλιστικούς (ylistikoús) υλιστικές (ylistikés) υλιστικά (ylistiká)
vocative υλιστικέ (ylistiké) υλιστική (ylistikí) υλιστικό (ylistikó) υλιστικοί (ylistikoí) υλιστικές (ylistikés) υλιστικά (ylistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο υλιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο υλιστικός, etc.)

[edit]
see: υλισμός m (ylismós, materialism)