Jump to content

υδροπλάνο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υδροπλάνο (ydroplánon (plural υδροπλάνα)

  1. seaplane

Declension

[edit]
Declension of υδροπλάνο
singular plural
nominative υδροπλάνο (ydropláno) υδροπλάνα (ydroplána)
genitive υδροπλάνου (ydroplánou) υδροπλάνων (ydroplánon)
accusative υδροπλάνο (ydropláno) υδροπλάνα (ydroplána)
vocative υδροπλάνο (ydropláno) υδροπλάνα (ydroplána)

Further reading

[edit]