υδροπλάνο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υδροπλάνο • (ydropláno) n (plural υδροπλάνα)
Declension
[edit]Declension of υδροπλάνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υδροπλάνο • | υδροπλάνα • |
genitive | υδροπλάνου • | υδροπλάνων • |
accusative | υδροπλάνο • | υδροπλάνα • |
vocative | υδροπλάνο • | υδροπλάνα • |
Further reading
[edit]- υδροπλάνο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language