Jump to content

υδροληψία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

υδροληψία (ydrolipsíaf (plural υδροληψίες)

  1. water supply
  2. water outlet, hydrant

Declension

[edit]
Declension of υδροληψία
singular plural
nominative υδροληψία (ydrolipsía) υδροληψίες (ydrolipsíes)
genitive υδροληψίας (ydrolipsías) υδροληψιών (ydrolipsión)
accusative υδροληψία (ydrolipsía) υδροληψίες (ydrolipsíes)
vocative υδροληψία (ydrolipsía) υδροληψίες (ydrolipsíes)
[edit]