Jump to content

υδροηλεκτρικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned borrowing from French hydroélectrique. By surface analysis, υδρο- (ydro-) +‎ ηλεκτρικός (ilektrikós).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /i.ðɾo.i.le.ktɾiˈkos/
  • Hyphenation: υ‧δρο‧η‧λε‧κτρι‧κός

Adjective

[edit]

υδροηλεκτρικός (ydroïlektrikósm (feminine υδροηλεκτρική, neuter υδροηλεκτρικό)

  1. hydroelectric, hydroelectrical

Declension

[edit]
Declension of υδροηλεκτρικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative υδροηλεκτρικός (ydroïlektrikós) υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) υδροηλεκτρικοί (ydroïlektrikoí) υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká)
genitive υδροηλεκτρικού (ydroïlektrikoú) υδροηλεκτρικής (ydroïlektrikís) υδροηλεκτρικού (ydroïlektrikoú) υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón)
accusative υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) υδροηλεκτρικούς (ydroïlektrikoús) υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká)
vocative υδροηλεκτρικέ (ydroïlektriké) υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) υδροηλεκτρικοί (ydroïlektrikoí) υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká)

References

[edit]
  1. ^ υδροηλεκτρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language