υδροηλεκτρικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from French hydroélectrique. By surface analysis, υδρο- (ydro-) + ηλεκτρικός (ilektrikós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]υδροηλεκτρικός • (ydroïlektrikós) m (feminine υδροηλεκτρική, neuter υδροηλεκτρικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | υδροηλεκτρικός (ydroïlektrikós) | υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρικοί (ydroïlektrikoí) | υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) | υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká) | |
genitive | υδροηλεκτρικού (ydroïlektrikoú) | υδροηλεκτρικής (ydroïlektrikís) | υδροηλεκτρικού (ydroïlektrikoú) | υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) | υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) | υδροηλεκτρικών (ydroïlektrikón) | |
accusative | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρικούς (ydroïlektrikoús) | υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) | υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká) | |
vocative | υδροηλεκτρικέ (ydroïlektriké) | υδροηλεκτρική (ydroïlektrikí) | υδροηλεκτρικό (ydroïlektrikó) | υδροηλεκτρικοί (ydroïlektrikoí) | υδροηλεκτρικές (ydroïlektrikés) | υδροηλεκτρικά (ydroïlektriká) |
References
[edit]- ^ υδροηλεκτρικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language