Jump to content

τυφοειδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τυφοειδής (tyfoeidísm (feminine τυφοειδής, neuter τυφοειδές)

  1. (pathology) typhoid (relating to typhus)

Declension

[edit]
Declension of τυφοειδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τυφοειδής (tyfoeidís) τυφοειδής (tyfoeidís) τυφοειδές (tyfoeidés) τυφοειδείς (tyfoeideís) τυφοειδείς (tyfoeideís) τυφοειδή (tyfoeidí)
genitive τυφοειδούς (tyfoeidoús)
τυφοειδή (tyfoeidí)
τυφοειδούς (tyfoeidoús) τυφοειδούς (tyfoeidoús) τυφοειδών (tyfoeidón) τυφοειδών (tyfoeidón) τυφοειδών (tyfoeidón)
accusative τυφοειδή (tyfoeidí) τυφοειδή (tyfoeidí) τυφοειδές (tyfoeidés) τυφοειδείς (tyfoeideís) τυφοειδείς (tyfoeideís) τυφοειδή (tyfoeidí)
vocative τυφοειδή (tyfoeidí)
τυφοειδής (tyfoeidís)
τυφοειδής (tyfoeidís) τυφοειδές (tyfoeidés) τυφοειδείς (tyfoeideís) τυφοειδείς (tyfoeideís) τυφοειδή (tyfoeidí)
[edit]