Jump to content

τυφλοπόντικας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From τυφλός (tyflós, blind) +‎ ποντικός (pontikós, mouse).

Noun

[edit]

τυφλοπόντικας (tyflopóntikasm (plural τυφλοπόντικες)

  1. mole (mammal)
    Synonym: (literary) ασπάλακας (aspálakas)

Declension

[edit]
Declension of τυφλοπόντικας
singular plural
nominative τυφλοπόντικας (tyflopóntikas) τυφλοπόντικες (tyflopóntikes)
genitive τυφλοπόντικα (tyflopóntika) -
accusative τυφλοπόντικα (tyflopóntika) τυφλοπόντικες (tyflopóntikes)
vocative τυφλοπόντικα (tyflopóntika) τυφλοπόντικες (tyflopóntikes)
[edit]

Further reading

[edit]