τυφλοπόντικας
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From τυφλός (tyflós, “blind”) + ποντικός (pontikós, “mouse”).
Noun
[edit]τυφλοπόντικας • (tyflopóntikas) m (plural τυφλοπόντικες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τυφλοπόντικας (tyflopóntikas) | τυφλοπόντικες (tyflopóntikes) |
genitive | τυφλοπόντικα (tyflopóntika) | - |
accusative | τυφλοπόντικα (tyflopóntika) | τυφλοπόντικες (tyflopóntikes) |
vocative | τυφλοπόντικα (tyflopóntika) | τυφλοπόντικες (tyflopóntikes) |
Related terms
[edit]- see: τύφλα f (týfla, “blindness”)
Further reading
[edit]- Ασπάλακας on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- τυφλοπόντικας, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language