Jump to content

τυροκομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τυροκομικός (tyrokomikósm (feminine τυροκομική, neuter τυροκομικό)

  1. related to cheese or cheesemaking

Declension

[edit]
Declension of τυροκομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τυροκομικός (tyrokomikós) τυροκομική (tyrokomikí) τυροκομικό (tyrokomikó) τυροκομικοί (tyrokomikoí) τυροκομικές (tyrokomikés) τυροκομικά (tyrokomiká)
genitive τυροκομικού (tyrokomikoú) τυροκομικής (tyrokomikís) τυροκομικού (tyrokomikoú) τυροκομικών (tyrokomikón) τυροκομικών (tyrokomikón) τυροκομικών (tyrokomikón)
accusative τυροκομικό (tyrokomikó) τυροκομική (tyrokomikí) τυροκομικό (tyrokomikó) τυροκομικούς (tyrokomikoús) τυροκομικές (tyrokomikés) τυροκομικά (tyrokomiká)
vocative τυροκομικέ (tyrokomiké) τυροκομική (tyrokomikí) τυροκομικό (tyrokomikó) τυροκομικοί (tyrokomikoí) τυροκομικές (tyrokomikés) τυροκομικά (tyrokomiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τυροκομικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τυροκομικός, etc.)

[edit]