Jump to content

τυποποιημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

from τυποποιώ (typopoió, to standardise)

Adjective

[edit]

τυποποιημένος (typopoiiménosm (feminine τυποποιημένη, neuter τυποποιημένο)

  1. standard, basic, original, standardised, unoriginal

Declension

[edit]
Declension of τυποποιημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τυποποιημένος (typopoiiménos) τυποποιημένη (typopoiiméni) τυποποιημένο (typopoiiméno) τυποποιημένοι (typopoiiménoi) τυποποιημένες (typopoiiménes) τυποποιημένα (typopoiiména)
genitive τυποποιημένου (typopoiiménou) τυποποιημένης (typopoiiménis) τυποποιημένου (typopoiiménou) τυποποιημένων (typopoiiménon) τυποποιημένων (typopoiiménon) τυποποιημένων (typopoiiménon)
accusative τυποποιημένο (typopoiiméno) τυποποιημένη (typopoiiméni) τυποποιημένο (typopoiiméno) τυποποιημένους (typopoiiménous) τυποποιημένες (typopoiiménes) τυποποιημένα (typopoiiména)
vocative τυποποιημένε (typopoiiméne) τυποποιημένη (typopoiiméni) τυποποιημένο (typopoiiméno) τυποποιημένοι (typopoiiménoi) τυποποιημένες (typopoiiménes) τυποποιημένα (typopoiiména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τυποποιημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τυποποιημένος, etc.)