Jump to content

τυπογραφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τυπογραφικός (typografikósm (feminine τυπογραφική, neuter τυπογραφικό)

  1. (typography) typographical, typographic

Declension

[edit]
Declension of τυπογραφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τυπογραφικός (typografikós) τυπογραφική (typografikí) τυπογραφικό (typografikó) τυπογραφικοί (typografikoí) τυπογραφικές (typografikés) τυπογραφικά (typografiká)
genitive τυπογραφικού (typografikoú) τυπογραφικής (typografikís) τυπογραφικού (typografikoú) τυπογραφικών (typografikón) τυπογραφικών (typografikón) τυπογραφικών (typografikón)
accusative τυπογραφικό (typografikó) τυπογραφική (typografikí) τυπογραφικό (typografikó) τυπογραφικούς (typografikoús) τυπογραφικές (typografikés) τυπογραφικά (typografiká)
vocative τυπογραφικέ (typografiké) τυπογραφική (typografikí) τυπογραφικό (typografikó) τυπογραφικοί (typografikoí) τυπογραφικές (typografikés) τυπογραφικά (typografiká)
[edit]