Jump to content

τσεχοσλοβακικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

τσεχοσλοβακικός (tsechoslovakikósm (feminine τσεχοσλοβακική, neuter τσεχοσλοβακικό)

  1. Czechoslovakian (relating to the country of Czechoslovakia or its people)

Declension

[edit]
Declension of τσεχοσλοβακικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τσεχοσλοβακικός (tsechoslovakikós) τσεχοσλοβακική (tsechoslovakikí) τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) τσεχοσλοβακικοί (tsechoslovakikoí) τσεχοσλοβακικές (tsechoslovakikés) τσεχοσλοβακικά (tsechoslovakiká)
genitive τσεχοσλοβακικού (tsechoslovakikoú) τσεχοσλοβακικής (tsechoslovakikís) τσεχοσλοβακικού (tsechoslovakikoú) τσεχοσλοβακικών (tsechoslovakikón) τσεχοσλοβακικών (tsechoslovakikón) τσεχοσλοβακικών (tsechoslovakikón)
accusative τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) τσεχοσλοβακική (tsechoslovakikí) τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) τσεχοσλοβακικούς (tsechoslovakikoús) τσεχοσλοβακικές (tsechoslovakikés) τσεχοσλοβακικά (tsechoslovakiká)
vocative τσεχοσλοβακικέ (tsechoslovakiké) τσεχοσλοβακική (tsechoslovakikí) τσεχοσλοβακικό (tsechoslovakikó) τσεχοσλοβακικοί (tsechoslovakikoí) τσεχοσλοβακικές (tsechoslovakikés) τσεχοσλοβακικά (tsechoslovakiká)
[edit]