τρυπτοφάνη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- θρυπτοφάνη f (thryptofáni)
Noun
[edit]τρυπτοφάνη • (tryptofáni) f (usually uncountable, plural τρυπτοφάνες)
- (biochemistry) tryptophan (amino acid)
Declension
[edit]Declension of τρυπτοφάνη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρυπτοφάνη • | τρυπτοφάνες • |
genitive | τρυπτοφάνης • | τρυπτοφανών • |
accusative | τρυπτοφάνη • | τρυπτοφάνες • |
vocative | τρυπτοφάνη • | τρυπτοφάνες • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- τρυπτοφάνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el