Jump to content

τροχαλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τροχαλία (trochalíaf (plural τροχαλίες)

  1. pulley

Declension

[edit]
Declension of τροχαλία
singular plural
nominative τροχαλία (trochalía) τροχαλίες (trochalíes)
genitive τροχαλίας (trochalías) τροχαλιών (trochalión)
accusative τροχαλία (trochalía) τροχαλίες (trochalíes)
vocative τροχαλία (trochalía) τροχαλίες (trochalíes)

Further reading

[edit]