Jump to content

τροποποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τροποποίηση (tropopoíisif (plural τροποποιήσεις)

  1. change, modification
  2. (law) amendment

Declension

[edit]
Declension of τροποποίηση
singular plural
nominative τροποποίηση (tropopoíisi) τροποποιήσεις (tropopoiíseis)
genitive τροποποίησης (tropopoíisis) τροποποιήσεων (tropopoiíseon)
accusative τροποποίηση (tropopoíisi) τροποποιήσεις (tropopoiíseis)
vocative τροποποίηση (tropopoíisi) τροποποιήσεις (tropopoiíseis)

Older or formal genitive singular: τροποποιήσεως (tropopoiíseos)

Further reading

[edit]