τροποποίηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]τροποποίηση • (tropopoíisi) f (plural τροποποιήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τροποποίηση (tropopoíisi) | τροποποιήσεις (tropopoiíseis) |
genitive | τροποποίησης (tropopoíisis) | τροποποιήσεων (tropopoiíseon) |
accusative | τροποποίηση (tropopoíisi) | τροποποιήσεις (tropopoiíseis) |
vocative | τροποποίηση (tropopoíisi) | τροποποιήσεις (tropopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: τροποποιήσεως (tropopoiíseos)
Further reading
[edit]- τροποποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language