Jump to content

τρομπόνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τρομπόνι (trompónin (plural τρομπόνια)

  1. (music) trombone
  2. (firearms) blunderbuss

Declension

[edit]
Declension of τρομπόνι
singular plural
nominative τρομπόνι (trompóni) τρομπόνια (trompónia)
genitive τρομπονιού (tromponioú) τρομπονιών (tromponión)
accusative τρομπόνι (trompóni) τρομπόνια (trompónia)
vocative τρομπόνι (trompóni) τρομπόνια (trompónia)

Further reading

[edit]