τρισεκατομμύριο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]τρισεκατομμύριο • (trisekatommýrio) n (plural τρισεκατομμύριο)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τρισεκατομμύριο (trisekatommýrio) | τρισεκατομμύρια (trisekatommýria) |
genitive | τρισεκατομμυρίου (trisekatommyríou) τρισεκατομμύριου (trisekatommýriou) |
τρισεκατομμυρίων (trisekatommyríon) τρισεκατομμύριων (trisekatommýrion) |
accusative | τρισεκατομμύριο (trisekatommýrio) | τρισεκατομμύρια (trisekatommýria) |
vocative | τρισεκατομμύριο (trisekatommýrio) | τρισεκατομμύρια (trisekatommýria) |