Jump to content

τρικάταρτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τρικάταρτος (trikátartosm

  1. (nautical) three-masted, triple-masted

Declension

[edit]
Declension of τρικάταρτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρικάταρτος (trikátartos) τρικάταρτη (trikátarti) τρικάταρτο (trikátarto) τρικάταρτοι (trikátartoi) τρικάταρτες (trikátartes) τρικάταρτα (trikátarta)
genitive τρικάταρτου (trikátartou) τρικάταρτης (trikátartis) τρικάταρτου (trikátartou) τρικάταρτων (trikátarton) τρικάταρτων (trikátarton) τρικάταρτων (trikátarton)
accusative τρικάταρτο (trikátarto) τρικάταρτη (trikátarti) τρικάταρτο (trikátarto) τρικάταρτους (trikátartous) τρικάταρτες (trikátartes) τρικάταρτα (trikátarta)
vocative τρικάταρτε (trikátarte) τρικάταρτη (trikátarti) τρικάταρτο (trikátarto) τρικάταρτοι (trikátartoi) τρικάταρτες (trikátartes) τρικάταρτα (trikátarta)
[edit]