Jump to content

τριζόνι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τριζόνι (trizónin (plural τριζόνια)

  1. cricket (insect)
    • Giorgos Seferis Τριζόνια (crickets - poem):
      Το σπίτι γέμισε τριζόνια
      χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια
      λαχανιασμένα. …
      The house was filled with crickets
      ticking like rhythmless clocks
      panting. …

Declension

[edit]
Declension of τριζόνι
singular plural
nominative τριζόνι (trizóni) τριζόνια (trizónia)
genitive τριζονιού (trizonioú) τριζονιών (trizonión)
accusative τριζόνι (trizóni) τριζόνια (trizónia)
vocative τριζόνι (trizóni) τριζόνια (trizónia)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]