Jump to content

τρανσυλβανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τρανσυλβανικός (transylvanikósm (feminine τρανσυλβανική, neuter τρανσυλβανικό)

  1. Transylvanian (relating to Transylvania or its people)

Declension

[edit]
Declension of τρανσυλβανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τρανσυλβανικός (transylvanikós) τρανσυλβανική (transylvanikí) τρανσυλβανικό (transylvanikó) τρανσυλβανικοί (transylvanikoí) τρανσυλβανικές (transylvanikés) τρανσυλβανικά (transylvaniká)
genitive τρανσυλβανικού (transylvanikoú) τρανσυλβανικής (transylvanikís) τρανσυλβανικού (transylvanikoú) τρανσυλβανικών (transylvanikón) τρανσυλβανικών (transylvanikón) τρανσυλβανικών (transylvanikón)
accusative τρανσυλβανικό (transylvanikó) τρανσυλβανική (transylvanikí) τρανσυλβανικό (transylvanikó) τρανσυλβανικούς (transylvanikoús) τρανσυλβανικές (transylvanikés) τρανσυλβανικά (transylvaniká)
vocative τρανσυλβανικέ (transylvaniké) τρανσυλβανική (transylvanikí) τρανσυλβανικό (transylvanikó) τρανσυλβανικοί (transylvanikoí) τρανσυλβανικές (transylvanikés) τρανσυλβανικά (transylvaniká)
[edit]

Further reading

[edit]