From Wiktionary, the free dictionary
το σκάω • (to skáo) (imperfect το 'σκαγα/το έσκαγα, past το 'σκασα/το έσκασα)
- (colloquial) to flee, escape
- Synonyms: δραπετεύω (drapetévo), φεύγω (févgo)
Tο 'σκασαν από τη φυλακή.- To 'skasan apó ti fylakí.
- They fled from prison.