Jump to content

το σκάω

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

το σκάω (to skáo) (imperfect το 'σκαγα/το έσκαγα, past το 'σκασα/το έσκασα)

  1. (colloquial) to flee, escape
    Synonyms: δραπετεύω (drapetévo), φεύγω (févgo)
    Tο 'σκασαν από τη φυλακή.
    To 'skasan apó ti fylakí.
    They fled from prison.

References

[edit]