Jump to content

τουρίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τουρίστρια (tourístriaf (plural τουρίστριες, masculine τουρίστας)

  1. tourist (female)

Declension

[edit]
singular plural
nominative τουρίστρια (tourístria) τουρίστριες (tourístries)
genitive τουρίστριας (tourístrias) τουριστριών (touristrión)
accusative τουρίστρια (tourístria) τουρίστριες (tourístries)
vocative τουρίστρια (tourístria) τουρίστριες (tourístries)
[edit]