Jump to content

τουμπερλέκι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τουμπερλέκι (toumperlékin (plural τουμπερλέκια)

  1. Alternative form of τουμπελέκι (toumpeléki)

Declension

[edit]
Declension of τουμπερλέκι
singular plural
nominative τουμπερλέκι (toumperléki) τουμπερλέκια (toumperlékia)
genitive τουμπερλεκιού (toumperlekioú) τουμπερλεκιών (toumperlekión)
accusative τουμπερλέκι (toumperléki) τουμπερλέκια (toumperlékia)
vocative τουμπερλέκι (toumperléki) τουμπερλέκια (toumperlékia)

Further reading

[edit]