Jump to content

τοσκανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τοσκανικός (toskanikósm (feminine τοσκανική, neuter τοσκανικό)

  1. Tuscan (relating to Tuscany or its people)

Declension

[edit]
Declension of τοσκανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τοσκανικός (toskanikós) τοσκανική (toskanikí) τοσκανικό (toskanikó) τοσκανικοί (toskanikoí) τοσκανικές (toskanikés) τοσκανικά (toskaniká)
genitive τοσκανικού (toskanikoú) τοσκανικής (toskanikís) τοσκανικού (toskanikoú) τοσκανικών (toskanikón) τοσκανικών (toskanikón) τοσκανικών (toskanikón)
accusative τοσκανικό (toskanikó) τοσκανική (toskanikí) τοσκανικό (toskanikó) τοσκανικούς (toskanikoús) τοσκανικές (toskanikés) τοσκανικά (toskaniká)
vocative τοσκανικέ (toskaniké) τοσκανική (toskanikí) τοσκανικό (toskanikó) τοσκανικοί (toskanikoí) τοσκανικές (toskanikés) τοσκανικά (toskaniká)
[edit]