τοποθετώ
Appearance
See also: τοποθετῶ
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]τοποθετώ • (topothetó) (past τοποθέτησα, passive τοποθετούμαι, p‑past τοποθετήθηκα, ppp τοποθετημένος)
Conjugation
[edit]τοποθετώ, τοποθετούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | τοποθετώ | τοποθετήσω | τοποθετούμαι | τοποθετηθώ |
2 sg | τοποθετείς | τοποθετήσεις | τοποθετείσαι | τοποθετηθείς |
3 sg | τοποθετεί | τοποθετήσει | τοποθετείται | τοποθετηθεί |
1 pl | τοποθετούμε | τοποθετήσουμε, [-ομε] | τοποθετούμαστε | τοποθετηθούμε |
2 pl | τοποθετείτε | τοποθετήσετε | τοποθετείστε | τοποθετηθείτε |
3 pl | τοποθετούν(ε) | τοποθετήσουν(ε) | τοποθετούνται | τοποθετηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | τοποθετούσα | τοποθέτησα | [τοποθετούμουν(α)] | τοποθετήθηκα |
2 sg | τοποθετούσες | τοποθέτησες | [τοποθετούσουν(α)] | τοποθετήθηκες |
3 sg | τοποθετούσε | τοποθέτησε | τοποθετούνταν, {τοποθετείτο} | τοποθετήθηκε |
1 pl | τοποθετούσαμε | τοποθετήσαμε | τοποθετούμασταν, (‑ούμαστε) | τοποθετηθήκαμε |
2 pl | τοποθετούσατε | τοποθετήσατε | [τοποθετούσασταν, (‑ούσαστε)] | τοποθετηθήκατε |
3 pl | τοποθετούσαν(ε) | τοποθέτησαν, τοποθετήσαν(ε) | τοποθετούνταν, {τοποθετούντο} | τοποθετήθηκαν, τοποθετηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα τοποθετώ ➤ | θα τοποθετήσω ➤ | θα τοποθετούμαι ➤ | θα τοποθετηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα τοποθετείς, … | θα τοποθετήσεις, … | θα τοποθετείσαι, … | θα τοποθετηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … τοποθετήσει έχω, έχεις, … τοποθετημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … τοποθετηθεί είμαι, είσαι, … τοποθετημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … τοποθετήσει είχα, είχες, … τοποθετημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … τοποθετηθεί ήμουν, ήσουν, … τοποθετημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … τοποθετήσει θα έχω, θα έχεις, … τοποθετημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … τοποθετηθεί θα είμαι, θα είσαι, … τοποθετημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | τοποθέτησε | — | τοποθετήσου |
2 pl | τοποθετείτε | τοποθετήστε | τοποθετείστε | τοποθετηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | τοποθετώντας ➤ | τοποθετούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας τοποθετήσει ➤ | τοποθετημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | τοποθετήσει | τοποθετηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
[edit]- ανατοποθετώ (anatopothetó, “place again”)
- επανατοποθετώ (epanatopothetó, “to position once more”)
- τοποθεσία f (topothesía, “location, site”)
- τοποθέτηση f (topothétisi, “placing”)
Further reading
[edit]- τοποθετώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language