τοξοβολία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]τοξοβολία • (toxovolía) f (usually uncountable, plural τοξοβολίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τοξοβολία (toxovolía) | τοξοβολίες (toxovolíes) |
genitive | τοξοβολίας (toxovolías) | τοξοβολιών (toxovolión) |
accusative | τοξοβολία (toxovolía) | τοξοβολίες (toxovolíes) |
vocative | τοξοβολία (toxovolía) | τοξοβολίες (toxovolíes) |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- τοξοβολία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- τοξοβολία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language