Jump to content

τηλεφώνημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

τηλεφωνώ (tilefonó, to telephone) +‎ -μα (-ma)

Noun

[edit]

τηλεφώνημα (tilefóniman (plural τηλεφωνήματα)

  1. (communication) telephone call, phone call, call, telephone conversation

Declension

[edit]
Declension of τηλεφώνημα
singular plural
nominative τηλεφώνημα (tilefónima) τηλεφωνήματα (tilefonímata)
genitive τηλεφωνήματος (tilefonímatos) τηλεφωνημάτων (tilefonimáton)
accusative τηλεφώνημα (tilefónima) τηλεφωνήματα (tilefonímata)
vocative τηλεφώνημα (tilefónima) τηλεφωνήματα (tilefonímata)
[edit]