Jump to content

τηλεομοιότυπο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

τηλεομοιότυπο (tileomoiótypof (plural τηλεομοιότυπα)

  1. (communication) fax

Declension

[edit]
Declension of τηλεομοιότυπο
singular plural
nominative τηλεομοιότυπο (tileomoiótypo) τηλεομοιότυπα (tileomoiótypa)
genitive τηλεομοιοτύπου (tileomoiotýpou)
τηλεομοιότυπου (tileomoiótypou)
τηλεομοιοτύπων (tileomoiotýpon)
τηλεομοιότυπων (tileomoiótypon)
accusative τηλεομοιότυπο (tileomoiótypo) τηλεομοιότυπα (tileomoiótypa)
vocative τηλεομοιότυπο (tileomoiótypo) τηλεομοιότυπα (tileomoiótypa)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]