τεστοστερόνη
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Borrowed from English testosterone.
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]τεστοστερόνη • (testosteróni) f (usually uncountable, plural τεστοστερόνες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τεστοστερόνη (testosteróni) | τεστοστερόνες (testosterónes) |
genitive | τεστοστερόνης (testosterónis) | - |
accusative | τεστοστερόνη (testosteróni) | τεστοστερόνες (testosterónes) |
vocative | τεστοστερόνη (testosteróni) | τεστοστερόνες (testosterónes) |
Further reading
[edit]- τεστοστερόνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- τεστοστερόνη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language