Jump to content

τελωνειακός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τελωνειακός (teloneiakósm (feminine τελωνειακή, neuter τελωνειακό)

  1. customs
    τελωνειακή αρχή ("customs, customs authority")
    τελωνειακός ελεγκτής ("customs officer")

Declension

[edit]
Declension of τελωνειακός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τελωνειακός (teloneiakós) τελωνειακή (teloneiakí) τελωνειακό (teloneiakó) τελωνειακοί (teloneiakoí) τελωνειακές (teloneiakés) τελωνειακά (teloneiaká)
genitive τελωνειακού (teloneiakoú) τελωνειακής (teloneiakís) τελωνειακού (teloneiakoú) τελωνειακών (teloneiakón) τελωνειακών (teloneiakón) τελωνειακών (teloneiakón)
accusative τελωνειακό (teloneiakó) τελωνειακή (teloneiakí) τελωνειακό (teloneiakó) τελωνειακούς (teloneiakoús) τελωνειακές (teloneiakés) τελωνειακά (teloneiaká)
vocative τελωνειακέ (teloneiaké) τελωνειακή (teloneiakí) τελωνειακό (teloneiakó) τελωνειακοί (teloneiakoí) τελωνειακές (teloneiakés) τελωνειακά (teloneiaká)

Noun

[edit]

τελωνειακός (teloneiakósm (plural τελωνειακοί)

  1. customs officer

Declension

[edit]
Declension of τελωνειακός
singular plural
nominative τελωνειακός (teloneiakós) τελωνειακοί (teloneiakoí)
genitive τελωνειακού (teloneiakoú) τελωνειακών (teloneiakón)
accusative τελωνειακό (teloneiakó) τελωνειακούς (teloneiakoús)
vocative τελωνειακέ (teloneiaké) τελωνειακοί (teloneiakoí)