Jump to content

τελειομανής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

τέλειος (téleios) +‎ -ο- (-o-) +‎ -μανής (-manís)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /te.li.o.maˈnis/
  • Hyphenation: τε‧λει‧ο‧μα‧νής

Adjective

[edit]

τελειομανής (teleiomanísm (feminine τελειομανής, neuter τελειομανές)

  1. the one who is a perfectionist

Declension

[edit]
Declension of τελειομανής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τελειομανής (teleiomanís) τελειομανής (teleiomanís) τελειομανές (teleiomanés) τελειομανείς (teleiomaneís) τελειομανείς (teleiomaneís) τελειομανή (teleiomaní)
genitive τελειομανούς (teleiomanoús)
τελειομανή (teleiomaní)
τελειομανούς (teleiomanoús) τελειομανούς (teleiomanoús) τελειομανών (teleiomanón) τελειομανών (teleiomanón) τελειομανών (teleiomanón)
accusative τελειομανή (teleiomaní) τελειομανή (teleiomaní) τελειομανές (teleiomanés) τελειομανείς (teleiomaneís) τελειομανείς (teleiomaneís) τελειομανή (teleiomaní)
vocative τελειομανή (teleiomaní)
τελειομανής (teleiomanís)
τελειομανής (teleiomanís) τελειομανές (teleiomanés) τελειομανείς (teleiomaneís) τελειομανείς (teleiomaneís) τελειομανή (teleiomaní)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τελειομανής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τελειομανής, etc.)