Jump to content

ταχτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ταχτικός (tachtikósm (feminine ταχτική, neuter ταχτικό)

  1. Alternative form of τακτικός (taktikós)

Declension

[edit]
Declension of ταχτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταχτικός (tachtikós) ταχτική (tachtikí) ταχτικό (tachtikó) ταχτικοί (tachtikoí) ταχτικές (tachtikés) ταχτικά (tachtiká)
genitive ταχτικού (tachtikoú) ταχτικής (tachtikís) ταχτικού (tachtikoú) ταχτικών (tachtikón) ταχτικών (tachtikón) ταχτικών (tachtikón)
accusative ταχτικό (tachtikó) ταχτική (tachtikí) ταχτικό (tachtikó) ταχτικούς (tachtikoús) ταχτικές (tachtikés) ταχτικά (tachtiká)
vocative ταχτικέ (tachtiké) ταχτική (tachtikí) ταχτικό (tachtikó) ταχτικοί (tachtikoí) ταχτικές (tachtikés) ταχτικά (tachtiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ταχτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ταχτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταχτικότερος (tachtikóteros) ταχτικότερη (tachtikóteri) ταχτικότερο (tachtikótero) ταχτικότεροι (tachtikóteroi) ταχτικότερες (tachtikóteres) ταχτικότερα (tachtikótera)
genitive ταχτικότερου (tachtikóterou) ταχτικότερης (tachtikóteris) ταχτικότερου (tachtikóterou) ταχτικότερων (tachtikóteron) ταχτικότερων (tachtikóteron) ταχτικότερων (tachtikóteron)
accusative ταχτικότερο (tachtikótero) ταχτικότερη (tachtikóteri) ταχτικότερο (tachtikótero) ταχτικότερους (tachtikóterous) ταχτικότερες (tachtikóteres) ταχτικότερα (tachtikótera)
vocative ταχτικότερε (tachtikótere) ταχτικότερη (tachtikóteri) ταχτικότερο (tachtikótero) ταχτικότεροι (tachtikóteroi) ταχτικότερες (tachtikóteres) ταχτικότερα (tachtikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ταχτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ταχτικότατος (tachtikótatos) ταχτικότατη (tachtikótati) ταχτικότατο (tachtikótato) ταχτικότατοι (tachtikótatoi) ταχτικότατες (tachtikótates) ταχτικότατα (tachtikótata)
genitive ταχτικότατου (tachtikótatou) ταχτικότατης (tachtikótatis) ταχτικότατου (tachtikótatou) ταχτικότατων (tachtikótaton) ταχτικότατων (tachtikótaton) ταχτικότατων (tachtikótaton)
accusative ταχτικότατο (tachtikótato) ταχτικότατη (tachtikótati) ταχτικότατο (tachtikótato) ταχτικότατους (tachtikótatous) ταχτικότατες (tachtikótates) ταχτικότατα (tachtikótata)
vocative ταχτικότατε (tachtikótate) ταχτικότατη (tachtikótati) ταχτικότατο (tachtikótato) ταχτικότατοι (tachtikótatoi) ταχτικότατες (tachtikótates) ταχτικότατα (tachtikótata)
[edit]