Jump to content

τασμανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

τασμανικός (tasmanikósm (feminine τασμανική, neuter τασμανικό)

  1. Tasmanian (relating to the Australian state of Tasmania or its people)

Declension

[edit]
Declension of τασμανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative τασμανικός (tasmanikós) τασμανική (tasmanikí) τασμανικό (tasmanikó) τασμανικοί (tasmanikoí) τασμανικές (tasmanikés) τασμανικά (tasmaniká)
genitive τασμανικού (tasmanikoú) τασμανικής (tasmanikís) τασμανικού (tasmanikoú) τασμανικών (tasmanikón) τασμανικών (tasmanikón) τασμανικών (tasmanikón)
accusative τασμανικό (tasmanikó) τασμανική (tasmanikí) τασμανικό (tasmanikó) τασμανικούς (tasmanikoús) τασμανικές (tasmanikés) τασμανικά (tasmaniká)
vocative τασμανικέ (tasmaniké) τασμανική (tasmanikí) τασμανικό (tasmanikó) τασμανικοί (tasmanikoí) τασμανικές (tasmanikés) τασμανικά (tasmaniká)
[edit]