Jump to content

ταινιογραφία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ταινία (tainía, film) +‎ -γραφία (-grafía, writing)

Noun

[edit]

ταινιογραφία (tainiografíaf (plural ταινιογραφίες)

  1. filmography

Declension

[edit]
Declension of ταινιογραφία
singular plural
nominative ταινιογραφία (tainiografía) ταινιογραφίες (tainiografíes)
genitive ταινιογραφίας (tainiografías) ταινιογραφιών (tainiografión)
accusative ταινιογραφία (tainiografía) ταινιογραφίες (tainiografíes)
vocative ταινιογραφία (tainiografía) ταινιογραφίες (tainiografíes)
[edit]