Jump to content

σώος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

σώος (sóosm (feminine σώα, neuter σώο)

  1. safe
    σώος και αβλαβήςsóos kai avlavíssafe and sound
    έχων σώας τας φρέναςéchon sóas tas frénasto be of sound mind

Declension

[edit]
Declension of σώος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σώος (sóos) σώα (sóa) σώο (sóo) σώοι (sóoi) σώες (sóes) σώα (sóa)
genitive σώου (sóou) σώας (sóas) σώου (sóou) σώων (sóon) σώων (sóon) σώων (sóon)
accusative σώο (sóo) σώα (sóa) σώο (sóo) σώους (sóous) σώες (sóes) σώα (sóa)
vocative σώε (sóe) σώα (sóa) σώο (sóo) σώοι (sóoi) σώες (sóes) σώα (sóa)

Derived terms

[edit]